ἐπικυμαίνοντες

ἐπικυμαίνοντες
ἐπικῡμαίνοντες , ἐπικυμαίνω
flow in waves over
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικυμαίνω — ἐπικυμαίνω (AM) [κυμαίνω] ρέω ορμητικά, ξεσπώ εναντίον («ποταμοί... μεγάλοι τῇ θαλάσσῃ ἐπικυμαίνοντες») μσν. 1. πλημμυρίζω («ἀνὰ τὸ ἄστυ ἐπικυμαίνεται θρῆνος») αρχ. 1. (για στρατό) εισβάλλω ορμητικά («τοῑς ἱππεῡσιν... ἐπικυμαίνειν τὴν φάλαγγα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”